τορπιλ(λ)ίζω

τορπιλ(λ)ίζω
μετ.
1) торпедировать; 2) перен. торпедировать, приводить к срыву, срывать (переговоры)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τορπιλ(λ)ίζω" в других словарях:

  • τορπιλ(λ)ίζω — Ν 1. εκσφενδονίζω τορπίλη, χτυπώ με τορπίλη εχθρικό στόχο 2. μτφ. υπονομεύω, ανατρέπω, ματαιώνω κάτι με ύπουλες ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η λ., στον λόγιο τ. απρμφ. τορπιλλίζειν, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)ισμός — ο, Ν [τορπιλ(λ)ίζω] 1. (στρ. ναυτ.) επίθεση και προσβολή εχθρικού στόχου με τορπίλες είτε κατά τη διάρκεια ναυμαχίας είτε αιφνιδιαστικά («ο τορπιλισμός τής Έλλης ») 2. μτφ. υπονόμευση, ματαίωση προσπάθειας ή έργου με ύπουλες ενέργειες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»